Ἀβδηρίτῃ

Ἀβδηρίτῃ
Ἀβδηρί̱τῃ , Ἀβδηρίτης
a man of Abdera
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άναιμα — τα Ζωολ. η μια από τις δύο κύριες υποδιαιρέσεις τού ζωικού βασιλείου, κατά τον Αβδηρίτη φιλόσοφο Δημόκριτο. Αργότερα την ίδια ακριβώς διάκριση χρησιμοποίησε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος στα άναιμα κατέταξε όλα εκείνα τα ζώα που δεν είχαν κόκκινο… …   Dictionary of Greek

  • πρωταγόρειος — α, ο / πρωταγόρειος, εία, ον, ΝΑ [Πρωταγόρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φημισμένο Αβδηρίτη σοφιστή τού 5ου π. Χ. αιώνα Πρωταγόρα …   Dictionary of Greek

  • Νικοκρέων — (4ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου, εγγονός του Ευαγόρα A’. Είχε δηλώσει στον Μέγα Αλέξανδρο υποταγή. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος, πήγε με το μέρος του Πτολεμαίου και προσπάθησε να υποτάξει τους άλλους ηγεμόνες της Κύπρου που είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”